- ἠρεμαιοτέρας
- ἠρεμαῑοτέρᾱς , ἠρεμαῖοςquietfem acc comp plἠρεμαῑοτέρᾱς , ἠρεμαῖοςquietfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.